ὑπογραφέας

ὑπογραφέας
ὑπογραφέᾱς , ὑπογραφεύς
one who writes under another's orders
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • επισφραγιστής — ἐπισφραγιστής, ὁ (Α) [επισφραγίζω] αυτός που βάζει τη σφραγίδα («καὶ χρησμοφύλακας καὶ ὑπογραφέας καὶ ἐπισφραγιστάς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • υπογραφεύς — η / ὑπογραφεύς, έως, ὁ, ΜΑ βλ. υπογραφέας …   Dictionary of Greek

  • χεράριος — ὁ, Α αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. *χειράριος) από το θ. χερ τής λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντ άριος)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”